- συναγείρω
- ΝΜΑσυναθροίζω, συνάγω (α. «μπόρεσαν να συναγείρουν όλο τον κόσμο» β. «ξυνήγειρε θεοὺς πάντας ἐς τὴν... οἴκησιν», Πλάτ.)νεοελλ.καλώ αιφνιδίως σε σύναξη, σηκώνω στο πόδιαρχ.1. μαζεύω στράτευμα («συναγείραντες τοὺς συμμάχους», Πολ.)2. φέρνω μαζί με κάποιον στον νου μου3. μτφ. (για την ψυχή ή ψυχικές ιδιότητες) συγκεντρώνω («ἀνεθάρσησά τε καί μοι κατὰ σμικρὸν πάλιν ἡ θρασύτης ξυνηγείρετο καὶ ἀνεζωπυρούμην», Πλάτ.)4. μέσ. συναγείρομαια) συγκεντρώνω τα προς το ζην χρήσιμαβ) μαζεύω για τον εαυτό μου ως ιδιοκτησία μου5. φρ. «συναγείρω ἐμαυτόν» — συγκεντρώνω τις σκέψεις μου (Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀγείρω «μαζεύω, συγκεντρώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.